Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

ΤΑΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΕΖΙΚΟΥ ΠΟΥ ΠΗΓΑΖΕΙ ΑΠΟ ΥΛΙΚΕΣ ΑΙΤΙΕΣ 1700-1870

Engels:«Taktik  der  Infanterie  aus  den materiellen Ursachen abgeleitet» ,ΜΕW, τ.20, κεφ.297 

Μετάφραση-Επιμέλεια, Ν .Γκλεζάκος Αθήνα 2013

 Το 14ο αιώνα στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη έγιναν γνωστά η πυρίτιδα και τα πυροβόλα όπλα, και το κάθε σχολιαρόπαιδο ξέρει πως αυτές οι καθαρά τεχνικές πρόοδοι επαναστατικοποίησαν  ολόκληρη την τέχνη του πολέμου. Όμως αυτή η επανάσταση πραγματοποιήθηκε πολύ αργά. Τα πρώτα πυροβόλα όπλα ήταν πολύ χονδροειδή, ιδίως τα αρκεβούζια. Και παρόλο που εφευρέθηκαν έγκαιρα ένα πλήθος από λεπτομερειακές τελειοποιήσεις –η ραβδωτή κάννη, ο οπισθογεμής οπλισμός, ο εμπυρέας με το ασφάλιστρο, κ.τ.λ- , ωστόσο χρειάστηκαν πάνω από 300 χρόνια, ως το τέλος του 17ου αιώνα, ώσπου να κατασκευαστεί ένα τουφέκι κατάλληλο για τον εξοπλισμό ολόκληρου του πεζικού.

Το πεζικό του 16ου και 17ου αιώνα αποτελείτο είτε από λογχοφόρους, είτε από αρκεβουζιοφόρους. Αρχικά οι λογχοφόροι προορίζονταν να κερδίσουν την έκβαση της μάχης με το γυμνό σπαθί, ενώ τα πυρά των τυφεκιοφόρων εξασφάλιζαν την άμυνα (ως επί των πλείστων). Γι΄ αυτό οι λογχοφόροι μάχονταν κατά μάζες με συγκρότηση σε βάθος (αντίστοιχες με την αρχαία ελληνική φάλαγγα). Οι τυφεκιοφόροι ήταν παρατεταγμένοι σε βάθος 8-10 ανδρών (γραμμών), επειδή τόσοι μπορούσαν να πυροβολήσουν κατά το διάστημα που ο ένας θα γέμιζε. Όποιος ήταν έτοιμος να σκοπεύσει πέρναγε στην πρώτη γραμμή, πυροβολούσε και γυρνούσε πάλι στο τέλος της σειράς να ξαναγεμίσει. 



Η προοδευτική τελειοποίηση των πυροβόλων όπλων άλλαξε αυτή την αναλογία. Κατάφερε τελικά το μουσκέτο να γεμίζει αρκετά γρήγορα , ώστε να χρειάζονται μόνο 5 άνδρες για να πυροβολήσουν, άρα και ουλαμοί (σχηματισμοί) με 5 άνδρες (γραμμές) βάθος, ώστε να μπορεί να διατηρηθεί ένα ακατάπαυστο πύρ (baraz). Ήταν πλέον δυνατόν να καλυφθεί ένα μέτωπο περίπου 2 φορές μακρύτερο απ’ότι στο παρελθόν (με τον ίδιο αριθμό μουσκετοφόρων). Επειδή ωστόσο το πύρ των πυροβόλων όπλων έγινε πολύ πιο δολοφονικό (αφανιστικό) για στρατιωτικές παρατάξεις διαταγμένες σε βάθος, παρατάσσονταν τώρα και οι λογχοφόροι σε 6-8 γραμμές κι έτσι η τάξη μάχης πλησίασε τη γραμμική διάταξη, και όπου η έκβαση, από ΄δω και στο εξής επιτυγχανόταν από τα πυρά των πυροβόλων όπλων και οι λογχοφόροι δεν προορίζονταν πια για την επίθεση, μα μονάχα για να καλύπτουν τους τυφεκιοφόρους απ΄τις επελάσεις του ιππικού. Στα τέλη αυτής της περιόδου συναντάμε μια διάταξη μάχης σε δύο πολεμικούς σχηματισμούς και μία εφεδρεία, κι όπου κάθε σχηματισμός είναι παρατεταγμένος σε γραμμές, συνήθως σε βάθος 6 ανδρών, ενώ τα πυροβόλα και το ιππικό είναι παρατεταγμένα ή ενδιάμεσα στα τάγματα ή στα πλάγια. Κάθε τάγμα πεζικού αποτελείται το πολύ κατά το 1/3 από λογχοφόρους και τουλάχιστον τα 2/3 από μουσκετοφόρους. 

Στα τέλη του 17ου αιώνα κατασκευάστηκε επιτέλους το τυφέκιο με την τσακμακόπετρα και την ξιφολόγχη και το γέμισμα του γινόταν με έτοιμες σφαίρες (βολίδες). Έτσι το δόρυ εξαφανίστηκε οριστικά από το πεζικό. Το γέμισμα χρειαζόταν πλέον λιγότερο χρόνο, η ταχύτητα του πυρός αυτοπροστατευόταν, η ξιφολόγχη αντικαθιστούσε σε ώρα ανάγκης το δόρυ. Έτσι το βάθος της γραμμής μπορούσε πλέον να μειωθεί από 6 σε 4, αργότερα σε 3 και τελικά σε 2 άνδρες. Η γραμμή μάκραινε όλο και πιο πολύ με τον ίδιο αριθμό ανδρών, ενώ όλο και πιο πολλά τυφέκια πυροβολούσαν ταυτόχρονα. Όμως οι μακριές και συχνά αραιές αυτές γραμμές γίνονταν όλο και πιο δύσκολες στη διαχείριση τους. Μπορούσαν να κινούνται σε τάξη μόνο σε ίσιο επίπεδο και χωρίς εμπόδια έδαφος, και σε αργό ρυθμό (70-75 βήματα το λεπτό), όμως στο πεδινό έδαφος οι γραμμές αυτές πρόσφεραν στο ιππικό τη δυνατότητα νικηφόρων επιθέσεων, κυρίως από τα πλάγια. Απ΄τη μια για να προστατεύσουν τα πλευρά αυτής της γραμμής αλλά και για να δυναμώσουν τη γραμμή του πυρός (που έκρινε πλέον την έκβαση της μάχης), απόσυραν ολοκληρωτικά το ιππικό στα πλευρά, με τρόπο που η καθεαυτό γραμμή μάχης αποκλειόταν από το πεζικό μονάχα με το ελαφρύ πυροβολικό του κάθε τάγματος. Το βαρύ πυροβολικό που ήταν δυσκίνητο τοποθετιόταν εμπρός από τα πλευρά, και άλλαζε θέση το πολύ μία φορά κατά τη διάρκεια της μάχης. Το πεζικό αναπτυσσόταν σε 2 σχηματισμούς, όπου τα πλευρά τους προστατεύονταν από πεζικό παρατεταγμένο κάθετα, με τρόπο που εντάσσονταν σε ένα ξεχωριστό και επίμηκες και κενό τετράγωνο. Όταν αυτή η δύσκαμπτη μάζα δεν επρόκειτο να κινηθεί σα σύνολο, μπορούσε να χωριστεί μονάχα σε 3 μέρη (το κέντρο και τις 2 πτέρυγες), και η μερική κίνηση αποσκοπούσε στο να προωθήσει την πτέρυγα που υπερφαλάγγιζε την αντίστοιχη του εχθρού για να την κυκλώσει, ενώ κρατούσαν την άλλη στα μετόπισθεν, σαν απειλή που θα εμπόδιζε τον εχθρό να τροποποιήσει ανάλογα το μέτωπό του. Αν γινόταν αλλαγή στο σύνολο της διάταξης κατά τη διάρκεια της μάχης θα απαιτούσε τόσο χρόνο και θα έδινε στον εχθρό τόσα ακάλυπτα (ασθενή) σημεία, που η επιχείρηση αυτή ισοδυναμούσε σχεδόν πάντα με την ήττα. Η αρχική ανάπτυξη παρέμενε καθοριστική για ολόκληρη τη μάχη και μόλις το πεζικό ριχνόταν σε αυτήν, η έκβασή της ερχόταν άμεσα χωρίς υπαναχώρηση. Ολόκληρη αυτή η τακτική μάχης, που αναπτύχθηκε στο έπακρο από τον Φρειδερίκο τον 2ο, ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της συγκλίνουσας επενέργειας δύο υλικών παραγόντων. Του ανθρώπινου υλικού των μισθοφορικών στρατών των βασιλέων εκείνης της εποχής, που ήταν άψογοι στις ασκήσεις αλλά εντελώς αναξιόπιστοι στη μάχη, που χρωστούσαν την πειθαρχεία τους στο βούρδουλα και που αποτελούνταν κατά ένα μέρος από αιχμαλώτους πολέμου από τις τάξεις του εχθρού στρατολογημένους με τη βία. Και κατά δεύτερο λόγο του οπλισμού, του βαριού κανονιού που ήταν δυσκίνητο και του όπλου με την τσακμακόπετρα, την ξιφολόγχη και την λεία κάννη, που πυροβολούσε γρήγορα, …μα άστοχα. 

Αυτή η τακτική μάχης επικρατούσε όσο οι 2 αντίπαλοι έμεναν σε σχέση με το έμψυχο υλικό και τον εξοπλισμό στο ίδιο επίπεδο, οπότε και ο καθένας εύρισκε χρήσιμο να τηρεί τον προδιαγεγραμμένο κανόνα. Όταν όμως ξέσπασε ο αμερικανικός πόλεμος της ανεξαρτησίας, στους καλογυμνασμένους μισθοφόρους στρατιώτες αντιπαρατάχθηκαν μάζες εξεγερμένων, που ίσως δεν ήξεραν να εκτελούν ασκήσεις, αλλά ήξεραν να σκοπεύουν καλύτερα, διέθεταν κατά πλειοψηφία ευθύβολες καραμπίνες και πολεμούσαν για τη δική τους υπόθεση, συνεπώς και δεν λιποτακτούσαν. Αυτοί οι επαναστάτες δεν έκαναν τη χάρη στους Άγγλους να χορέψουν μαζί τους, σε ανοιχτό πεδίο και σύμφωνα με όλους τους παραδοσιακούς κανόνες της πολεμικής εθιμοτυπίας, (το περίφημο μενουέτο με τα αργά βήματα της μάχης), παρέσυραν τον αντίπαλο στα πυκνά δάση, οπού οι μακρές σε πορεία φάλαγγες ήταν εκτεθειμένες, ανυπεράσπιστες, στα πυρά των διασκορπισμένων και αόρατων ακροβολιστών, συγκροτημένοι σε σκόρπιους σχηματισμούς, χρησιμοποιούσαν κάθε κάλυψη του εδάφους για να προξενήσουν απώλειες στον εχθρό, ενώ παράλληλα λόγω της μεγάλης τους ευκινησίας παρέμεναν πάντα απρόσβλητοι από τις δυσκίνητες μονάδες του αντιπάλου. Η τακτική με τα πυρά διασκορπισμένων ακροβολιστών, που με την καθιέρωση των ατομικών πυροβόλων όπλων είχε ήδη παίξει έναν ρόλο, αποδείχτηκε εδώ (σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδίως στον πόλεμο των ατάκτων), ότι ήταν σαν τακτική υπέρτερη εκείνης που στηριζόταν στη γραμμική διάταξη. 

Αν οι στρατιώτες των ευρωπαϊκών μισθοφορικών στρατών δεν ήταν προετοιμασμένοι για τη διασκορπισμένη μάχη, ο οπλισμός τους ήταν ακόμα λιγότερο προσαρμοσμένος. Τώρα δεν πίεζαν το τουφέκι στο στήθος όταν πυροβολούσαν, όπως έκαναν οι παλιοί μουσκετοφόροι, μα το στήριζαν στον ώμο, όπως γίνεται και τώρα. Όμως και τώρα δεν μπορούσε να γίνει λόγος για σκόπευση, γιατί με ολόισιο κοντάκι και ευθεία προέκταση της κάννης, ήταν αδύνατον στο στρατιώτη να τοποθετήσει το μάτι του δίπλα στην κάννη για να σκοπεύσει. Μόλις στο 1777 υιοθετήθηκε επίσης από τη Γαλλία, για το όπλο του πεζικού, το κυρτό κοντάκι του κυνηγητικού όπλου κι έτσι έγινε δυνατό ένα αποτελεσματικό πύρ για τους τυφεκιοφόρους. Μία δεύτερη τελειοποίηση που αξίζει να αναφερθεί, ήταν που πιο ελαφριού αλλά το ίδιο στερεού κιλίβαντα του πυροβόλου, που κατασκευάστηκε από τον Γκρίμποβαλ στα μέσα του 18ου αιώνα και που έκανε δυνατή τη μεγαλύτερη ευκινησία για το πυροβολικό που απαιτούταν στο εξής. 

Στη Γαλλική Επανάσταση επιφυλασσόταν η εφαρμογή στο πεδίο της μάχης αυτών των δύο τεχνικών προόδων. Όταν η συνασπισμένη Ευρώπη της επιτέθηκε, η Επανάσταση, μπόρεσε χάρη στις δύο αυτές εφευρέσεις, να εξοπλίσει το σύνολο του έθνους και να το θέσει στη διάθεση της Κυβέρνησης. Το έθνος όμως αυτό δεν είχε τον καιρό να ασκηθεί ικανοποιητικά στους πολύπλοκους ελιγμούς της τακτικής της γραμμικής παράταξης για να μπορεί να αντιπαρατάξει (στο γυμνασμένο στις ασκήσεις πρωσικό και αυστριακό πεζικό) έναν ανάλογο σχηματισμό. Από τη Γαλλία όμως έλειπαν όχι μόνο αμερικανικά απέραντα παρθένα δάση, αλλά και η πρακτικά απεριόριστη έκταση του εδάφους για την υποχώρηση. Έπρεπε να πολεμηθεί ο εχθρός ανάμεσα στα σύνορα και το Παρίσι, δλδ επιβαλλόταν η υπεράσπιση ενός προσδιορισμένου εδάφους, και αυτό μπορούσε να γίνει τελικά μόνο σε μία ανοιχτή μάχη μαζών. Έπρεπε εκτός από τον σχηματισμό των τυφεκιοφόρων να βρεθεί ένας σχηματισμός που θα επέτρεπε στις κακογυμνασμένες γαλλικές μάζες να αντιπαραταχθούν με κάποια πιθανότητα επιτυχίας στους μόνιμους στρατούς της Ευρώπης. Τη μορφή αυτή τη βρήκαν στην κλειστή φάλαγγα, που είχε ήδη χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες περιπτώσεις, κυρίως όμως στα πεδία των ασκήσεων. Η φάλαγγα μπορούσε πιο εύκολα να κρατηθεί σε διάταξη από ότι η γραμμή, και όταν δημιουργούταν κάποια αταξία, συνέχιζε, όχι λιγότερο, χάρη στην ιδιότητα της, της πυκνής ομάδας, να αντιπαρατάσσει κάποια αντίσταση, έστω παθητική. Ήταν πιο εύκολο να διοικηθεί, ο επικεφαλής της την κρατούσε καλύτερα στα χέρια του, και μπορούσε να κινηθεί καλύτερα. Η ταχύτητα πορείας έφτασε τα 100 βήματα το λεπτό ή και παραπάνω. Το σπουδαιότερο όμως αποτέλεσμα ήταν το εξής, η χρησιμοποίηση της φάλαγγας ως αποκλειστικής μορφής μάχης μαζών, επέτρεψε τον κερματισμό του παλιού ενιαίου και βαριού όγκου του γραμμικού σχηματισμού μάχης σε χωριστά στοιχεία, που να είναι προικισμένα με κάποια ανεξαρτησία, που προσάρμοζαν την γενική τους κατάρτιση στις περιστάσεις που συναντούσαν, και που το καθένα από αυτά μπορούσε να συγκροτηθεί και από τα 3 όπλα. Η φάλαγγα ήταν αρκετά ελαστική για να επιτρέπει κάθε δυνατό συνδυασμό στη χρησιμοποίηση των στρατευμάτων, έκανε δυνατή τη χρησιμοποίηση των χωριών και των αγροκτημάτων (που απαγορευόταν αυστηρά από τον Φρειδερίκο τον 2ο, και που στο εξής αποτέλεσαν σε κάθε μάχη τα κύρια σημεία στήριξης, ήταν εφαρμόσιμη σε κάθε έδαφος, και τέλος μπορούσε να αντιπαρατάξει στη γραμμική τακτική (που έπαιζε την τύχη ολόκληρης της μάχης σε ένα μονάχα χτύπημα), μια μέθοδο πολέμου που, χάρη στους σχηματισμούς των τυφεκιοφόρων και την προοδευτική χρησιμοποίηση των στρατευμάτων, προκαλούσε την παράταση της μάχης, κούραζε και έφθειρε τη γραμμή σε σημείο που δεν μπορούσε να αντισταθεί πια στα χτυπήματα των ξεκούραστων στρατευμάτων, που τα κρατούσαν σε εφεδρεία ως την τελευταία στιγμή. Ενώ η γραμμική παράταξη παρουσίαζε την ίδια δύναμη σε όλα τα σημεία, ο αντίπαλος που πολεμούσε σε φάλαγγες μπορούσε να απασχολήσει ένα μέρος της γραμμής με ψευτοεπιθέσεις, που ενεργούνταν από ασθενείς καταβεβλημένες δυνάμεις, και να συγκεντρώσει τις κύριες μάζες του για την επίθεση στο αποφασιστικό σημείο της παράταξης. Η ανταλλαγή πυρών διεξάγεται κατά προτίμηση με τη βοήθεια σχηματισμών σκορπισμένων τυφεκιοφόρων, ενώ την επίθεση θα έπρεπε να την εκτελέσουν οι φάλαγγες με εφ ΄όπλου λόγχη. Είχαμε λοιπόν ξανά μια σχέση όμοια με αυτή των ομάδων των τυφεκιοφόρων και των μαζών των λογχοφόρων στις αρχές του 17ου αιώνα, με μόνη διαφορά ότι οι νεώτερες φάλαγγες μπορούσαν κάθε στιγμή να σκορπίζονται σε τυφεκιοφόρους και ότι αυτοί οι τελευταίοι, μπορούσαν επίσης να ανασυνταχθούν σε φάλαγγες. 

Η νέα μέθοδο μάχης, που η χρησιμοποίησή της αναπτύχθηκε στον ανώτερο βαθμό από τον Ναπολέοντα, υπερτερούσε σε τέτοιο βαθμό σε σχέση με την παλιά, που η τελευταία κατάρρευσε κατά τρόπο αθεράπευτο και χωρίς σωτηρία, πρόσφατα, κατά τη μάχη της Ιένας όπου οι πρωσικές γραμμές, ελάχιστα ευμεταχείριστες, βραδυκίνητες, ανίκανες να χρησιμοποιηθούν στο σύνολό τους για τη διασκορπισμένη μάχη, κυριολεκτικά κατάρρευσαν μπροστά στα πυρά των Γάλλων τυφεκιοφόρων, στα οποία μπορούσαν να απαντήσουν μονάχα με πυρά ουλαμού. Αν όμως η γραμμική τάξη μάχης είχε κάνει τον κύκλο της, το ακριβώς αντίθετο συνέβαινε με τη γραμμή ως σχηματισμό μάχης. Λίγα χρόνια μετά την ημερομηνία που με τη γραμμική τους παράταξη οι πρώσοι είχαν δεινοπαθήσει στην Ιένα, ο Ουέλινγκτον οδηγούσε τους Άγγλους του σε γραμμική παράταξη έναντι των γαλλικών φαλαγγών, και πάντα νικούσε τους Γάλλους. Αυτό όμως συνέβαινε γιατί ο Ουέλινγκτον είχε υιοθετήσει ακριβώς όλη τη γαλλική τακτική, με μία ωστόσο διαφορά, ότι έριχνε στη μάχη το σύνολο του πεζικού του σε γραμμική παράταξη, και όχι σε φάλαγγες. Είχε έτσι το πλεονέκτημα να χρησιμοποιεί ταυτόχρονα τα πυρά από όλα τα του τα όπλα και στην επίθεση όλες του τις ξιφολόγχες. Έτσι οι Άγγλοι διεξήγαν τον πόλεμο με αυτή τη διάταξη της μάχης ως τα τελευταία χρόνια, και τόσο στην επίθεση (π.χ Αλμπουέρα), όσο και στην άμυνα (π.χ Ίνκερμαν), μπόρεσαν να καταβάλουν δυνάμεις κατά πολύ ανώτερες. Ο Μπιγκό που είχε βρεθεί αντιμέτωπος με αυτές τις αγγλικές γραμμές, τις προτιμούσε ως το τέλος απέναντι στη φάλαγγα. 

Ωστόσο, το όπλο του πεζικού ήταν πολύ κακό, τόσο κακό που ήταν σπάνια περίπτωση να πετύχει έναν απομονωμένο άνθρωπο στα 100 βήματα και το ίδιο σπάνιο να πλήξεις ένα ολόκληρο τάγμα στα 300 βήματα. Έτσι όταν οι Γάλλοι ήρθαν στην Αλγερία, υπέστησαν μεγάλες απώλειες κάτω από τα πυρά των μακρύκαννων όπλων των Βεδουίνων, που πυροβολούσαν από αποστάσεις που τα όπλα των Γάλλων δεν μπορούσαν να τις φτάσουν. Εδώ μόνο η αυλακωτή καραμπίνα μπορούσε να είναι αποτελεσματική, στη Γαλλία όμως είχαν πάντα πολεμήσει την καραμπίνα, ακόμα και σαν έκτακτο όπλο, λόγω του ότι όπλιζε αργά και πυρακτωνόταν γρήγορα. Τώρα όμως που γινόταν αισθητή η ανάγκη μιας καραμπίνας που να μπορεί εύκολα να οπλιστεί, η ανάγκη αυτή ικανοποιήθηκε γρήγορα. Οι προπαρασκευαστικές εργασίες του Ντελβινιέ ακολουθήθηκαν από το τυφέκιο με τον επικρουστήρα του Τουβενίν και το εξακοντιστικό βλήμα του Μινιέ, και που, για ότι σχετιζόταν με τον οπλισμό του εξισωνόταν με το αυλακωτό και το λείο τυφέκιο, σε τρόπο που, από τώρα και στο εξής, ολόκληρο το πεζικό μπόρεσε να εξοπλιστεί με όπλα με ραβδώσεις, μακρύβολα και με ακριβή σκόπευση. Το ραβδωτό όμως εμπροσθογεμές όπλο δεν είχε βρει ακόμα τον καιρό να δημιουργήσει την τακτική που του άρμοζε, γιατί είχε ήδη ξεπεραστεί από το νεότερο πολεμικό όπλο, το ραβδωτό οπισθογεμές όπλο, ταυτόχρονα άλλωστε, τα ραβδωτά κανόνια χρησιμοποιούνται όλο και πιο πολύ. 

Ο εξοπλισμός ολόκληρου του έθνους, έτσι όπως τον είχε δημιουργήσει η Επανάσταση, είχε σύντομα υποστεί σοβαρούς περιορισμούς. Στο μόνιμο στρατό κατατάσσονταν μονάχα ένα μέρος από τους νέους που ήταν υποχρεωμένοι να υπηρετήσουν, με κλήρωση στην τύχη, και είναι ζήτημα αν σχημάτιζαν με ένα μέρος, περισσότερο ή λιγότερο μεγάλο από τους άλλους πολίτες μια καλογυμνασμένη εθνοφρουρά. Ή ακόμα εκεί που εφάρμοζαν με αληθινή αυστηρότητα τη γενική υποχρεωτική θητεία, σχημάτιζαν το πολύ-πολύ ένα στρατό πολιτοφυλακής που γυμνάστηκε κάτω από τις σημαίες για μερικές μονάχα βδομάδες, όπως στην Ελβετία. Οικονομικοί λόγοι υποχρέωναν την επιλογή ανάμεσα στη γενική στρατολογία και το στρατό της πολιτοφυλακής. Μία μονάχα χώρα της Ευρώπης, και μάλιστα από τις πιο φτωχές, επιχείρησε να συνδυάσει γενική υποχρεωτική θητεία και μόνιμο στρατό, η Πρωσία. Και παρόλο που η υποχρέωση για όλους να υπηρετήσουν στο μόνιμο στράτευμα ουδέποτε πραγματοποιήθηκε παρά μόνο κατά προσέγγιση, και αυτό επίσης για επιτακτικούς οικονομικούς λόγους, ωστόσο το πρωσικό σύστημα εθνοφρουράς έθεσε στη διάθεση της κυβέρνησης έναν τόσο σημαντικό αριθμό ανθρώπων γυμνασμένων και οργανωμένων σε καλοσχηματισμένα πλαίσια, που η Πρωσία ήταν σαφώς ανώτερη σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη χώρα με τον ίδιο πληθυσμό. 

Στο γαλλο-γερμανικό πόλεμο του 1870, το γαλλικό σύστημα στρατολογίας υπέκυψε μπροστά στο πρωσικό σύστημα της εθνοφρουράς. Για πρώτη φορά επίσης, τα δύο μέρη σε αυτόν τον πόλεμο, ήταν εξοπλισμένα με οπισθογεμή τυφέκια, ενώ οι κανονισμοί που στα πλαίσιά τους τα στρατεύματα αναπτύσσονταν και μάχονταν, ήταν, για ότι αφορά το ουσιαστικό τους μέρος, οι ίδιοι όπως στην εποχή του παλιού όπλου με την τσακμακόπετρα. Το πολύ-πολύ συγκροτούσαν λίγο πιο πυκνούς τους σχηματισμούς των τυφεκιοφόρων. Σχετικά με τα υπόλοιπα, οι Γάλλοι συνέχιζαν να πολεμούν με τις παλιές φάλαγγες κατά τάγμα, καμιά φορά και σε γραμμές, ενώ στους Γερμανούς η φάλαγγα κατά λόχο σήμαινε τουλάχιστον μία προσπάθεια για να βρεθεί μια νέα μορφή μάχης περισσότερο προσαρμοσμένη στο νέο όπλο. Έτσι αντιμετωπίστηκαν τα πράγματα κατά τις πρώτες μάχες. Όταν όμως κατά την επίθεση στο Σάν-Πριβάτ, 3 ταξιαρχίες της πρωσικής φρουράς επιχείρησαν σοβαρά να θέσουν σε εφαρμογή την τακτική της φάλαγγας κατά λόχο, μπόρεσαν να διαπιστώσουν τη συντριπτική υπεροχή του οπισθογεμές όπλου. Από τα 5 συντάγματα που ενεπλάκησαν περισσότερο (15000 άνδρες), σχεδόν όλοι οι αξιωματικοί (176), και 5114 άνδρες έπεσαν, δλδ περισσότερο από το 1/3. Στο σύνολό του το πεζικό της φρουράς, που ξεκίνησε στη μάχη με ένα δυναμικό 28160 ανδρών, έχασε εκείνη τη μέρα 8230 άνδρες, εκ΄των οποίων και 307 αξιωματικούς. Από τότε η φάλαγγα κατά λόχο καταδικάστηκε σα σχηματισμός μάχης, στον ίδιο βαθμό με τη μάζα του τάγματος ή τη γραμμική παράταξη. Εγκαταλείφθηκε κάθε απόπειρα από εδώ και στο εξής, να εκτίθεται το παραμικρό συμπαγές σώμα στο εχθρικό πύρ. Από τη γερμανική πλευρά η μάχη δε διεξαγόταν πια διαφορετικά παρά από πυκνούς σχηματισμούς τυφεκιοφόρων, στους οποίους ως τώρα αυτοαποσυντίθονταν κανονικά οι φάλαγγες κάτω από τη χάλαζα του πυρός, μα που στην ανώτερη ηγεσία τους είχαν καταπολεμήσει σαν αντίθετους με την καλή τάξη. Για άλλη μια φορά ο στρατιώτης αποδεικνυόταν πιο πονηρός από τον αξιωματικό, αυτός είχε ανακαλύψει ενστικτωδώς τη μοναδική μορφή μάχης που είχε ως τώρα υποστεί τη δοκιμασία της κάτω από τα πυρά του οπισθογεμούς ραβδωτού όπλου, και αυτός ήταν που την επέβαλε νικηφόρα παρά την αποστροφή που έδειχναν οι αρχηγοί (επιτελείς). Επίσης στο μέλλον η μοναδική μορφή μετακίνησης, που χρησιμοποιήθηκε στα πλαίσια του εχθρικού βεληνεκούς και του τρομερού πυρός των νεώτερων όπλων ήταν το τ ρ ο χ ά δ η ν. 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου